πρυμίζω

πρυμίζω
Ν [πρύμη]
1. στρέφω την πρύμνη τού πλοίου προς τον άνεμο, πλέω με ούριο άνεμο, ουρίζω
2. μτφ. φεύγω γρήγορα («τά πρύμισε για το χωριό»)
3. φρ. «τα πρύμισε» — άλλαζε γνώμη, τά έστριψε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρυμίζω — ισα 1. στρέφω την πρύμη στον άνεμο, πλέω με ευνοϊκό άνεμο. 2. φεύγω γρήγορα, υπαναχωρώ, αλλ. τα μαζεύω, στρίβω: Τα πρύμισα (δηλ. έφυγα, το έστριψα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρύμισμα — και πρύμνισμα, το, Ν [πρυμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πρυμίζω, στροφή τού πλοίου με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει την πρύμνη του προς τον άνεμο και να ουριοδρομεί, το επούρισμα …   Dictionary of Greek

  • πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • πρύμισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πρυμίζω, το γύρισμα της πρύμης του πλοίου κόντρα στον άνεμο, φυγή, υπαναχώρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”